- πιστολήπτης
- ο, θηλ. πιστολήπτρια, Ν(οικον.) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παίρνει την πίστωση από τον πιστοδότη και το οποίο έχει την υποχρέωση να επιστρέψει το αντικείμενό της κατά τους συμφωνημένους ή τους ισχύοντες όρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ηχο-λήπτης].
Dictionary of Greek. 2013.